- όπως
- (ΑΜ ὅπως, Α επικ. και αιολ. τ. ὅππως, ιων. τ. ὅκως, δωρ. τ. ὁκῶς, θεσσαλ. τ. ὅπους)Ι. (επίρρ. αναφορικό συντασσόμενο κυρίως με ορστ.)1. με τον τρόπο που... (α. «να τό κάνεις όπως σού είπα» β. «οὐ παρασκευῆς πίστει μᾱλλον ἢ τύχης ἀποκινδυνεῡσαι οὕτως ὅπως δύνανται», Θουκ.)2. (μερικές φορές χρησιμοποιείται για προσδιορισμό χρονικών περιστάσεων) όταν, καθώς, μόλις, άμα (α. «όπως ερχόμουν, τόν συνάντησα» β. «Τρῶες ὅπως ἴδον αἷμ' Όδυσῆος... ἐπ' αὐτῷ πάντες ἔβησαν», Ομ. Ιλ.)3. (σε παρομοιώσεις) σαν (α. «τα παιδιά συμπεριφέρονται όπως οι μεγάλοι» β. «ὅπως δρῡν ὑλοτόμοι σχίζουσι κάρα», Σοφ.)II. (σύνδ. τελικός ο οποίος συντάσσεται κυρίως με υποτ. ή προστ. οποιουδήποτε χρόνου) για να, με τον σκοπό να (α. «ζητώ την άδεια όπως εκθέσω τα πράγματα» β. «γέγωνέ μοι πᾱν τοῡθ' ὅπως εἰδῶ τίς εἶ», Σοφ.)νεοελλ.φρ. α) «όπως (κι) όπως»i) με οποιονδήποτε τρόπο, με τα υπάρχοντα μέσα, εκ τών ενόντωνii) προχείρωςβ) «όπως και νά 'χει το πράγμα» — με όποιο τρόπο, είτε έτσι είτε αλλιώςαρχ.(η σύνταξη διαφοροποιεί και τις σημασίες τής λέξης) Ι. επίρρ.1. (με ορστ. μέλλοντα, ιδίως μετά από ρήματα που σημαίνουν φροντίδα, επιμέλεια) με ποιο τρόπο, πώς («οἱ Περσικοὶ νόμοι ἐπιμέλονται ὅπως μὴ τοιοῡτοι ἔσονται οἱ πολῑται», Ξεν.)2. (με υποτ. ακολουθούμενο από το ἄν ή το κε[ν] για να εκφράσει το γενικό στο παρόν ή στο μέλλον) όσο και αν («ἑῶσι... χρῆσθαι οὕτως ὅπως ἂν αὐτοὶ βούλωνται», Ξεν.)3. (με επίρρ. υπερθετικού βαθμού για έκφραση τού ύψιστου, τού ανώτατου βαθμού) όσο το δυνατόν («ὅπως ἀνωτάτω» — όσο το δυνατόν ψηλότερα, Αριστοφ.)4. (μερικές φορές χρησιμοποιείται για να εισαγάγει τη διήγηση γεγονότος μετά από λεκτικά, δοξαστικά ή διανοητικής αντίληψης σημαντικά ρήματα καθώς και μετά το ελπίζω και μετά από ρήματα ή εκφράσεις που δηλώνουν ψυχική ταραχή) ότι (α. «λόγῳ ἀνάπεισον ὅκως μοι ἀμείνω ἐστὶ ταῡτα οὕτω ποιεόμενα», Ηρόδ.β. «μὴ γὰρ ἐλπίσῃς ὅπως αὖθις πατρῴας ζῶν ἐμ' ἐκβαλεῑς χθονός», Ευρ.)5. (σε πλάγιες ερωτήσεις με ορστ. ιστορικού χρόνου ή μέλλοντα, με υποτ. και με ευκτ. όταν προηγείται ιστορικός χρόνος) με ποιο τρόπο, πώς (α. «εὖ μοι κατάλεξον ὅπως ἤντησας», Ομ. Οδ.β. «δέδοιχ' ὅπως μὴ τεύξομαι», Αριστοφ.)6. συχνά βρίσκεται σε διαλόγους ως ηχώ σε απάντηση που δίνεται σε ερώτηση που περιέχει το πῶς («πῶς μὲ χρὴ καλεῑν; - Ὅπως;», Αριστοφ.)7. φρ. α) «ὅπως ἔχω» — χωρίς προετοιμασία, αμέσωςβ) «οὐκ ἔστιν ὅπως» ή «οὐκ ἔσθ' ὅπως» — δεν γίνεται με κανέναν τρόπογ) «οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ» — πρέπει με κάθε τρόπο, εξάπαντοςδ) (σε αποκρίσεις) «οὐδαμῶς ὅπως οὐ» — υπάρχει μεγάλη ανάγκη να είναι έτσιε) «οὐχ ὅπως... ἀλλά (καί)» — όχι μόνο... αλλά (και)στ) «οὐχ ὅπως... ἀλλ' οὐδέ (ή μηδέ)» — όχι μόνο δεν... αλλά ούτε καιζ) «οὐδ' ὅπως» — ουδόλωςII. (σύνδ.)1. εκτός από την υποτ. και την προστ. με τις οποίες συντάσσεται συχνότατα, συντάσσεται επίσης: α) με ευκτικήβ) με οριστική ιστορικού χρόνου για δήλωση επακολουθήματος το οποίο δεν συνέβη ή το οποίο ήταν φανερά αδύνατο να συμβεί («εἴθ' εἶχε φωνὴν ἔμφρον' ἀγγέλου δίκην, ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ 'κινυσσόμην», Αισχύλ.)γ) με οριστική μέλλοντα2. μερικές φορές, το ὅπως με υποτ. μετά από ρήματα που σημαίνουν δέηση ή παράκληση αντικαθιστά το απαρέμφατο («αἰτεῑσθαι ὅπως μὴ καταψηφίσησθε», Αντιφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφ. επίρρ. ὅπως έχει σχηματιστεί από το θ. *yo- τής αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και το ερωτηματικό επίρρ. πῶς* (πρβλ. ὅπῃ < πῇ, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.). Για την εναλλαγή -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, βλ. λ. πο-].
Dictionary of Greek. 2013.